-
1 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
-
2 εντρεπω
1) поворачивать, обращать(τὰ νῶτα Her.)
2) изменять(ὀλίγον ἐντρέψαι Luc.)
3) перевоспитывать(τινὰ ἀγριαινόμενον Diog.L.)
4) pass. обращаться мыслью, обращать внимание(οὐκ ἐ. τῶν νόμων Plat.)
ἐ. τῶν Λαβδακείων δωμάτων Soph. — принимать близко к сердцу судьбу дома Лабдакидов;οὐδέ νυ σοί περ ἐντρέπεται φίλον ἦτορ ; Hom. — неужели не страдает твое сердце?;μηδὲν ἐντραπῇς Soph. — пусть ничто не тревожит тебя, τούτων ἐντραπέντες Polyb. приняв это во внимание5) пристыжать, заставлять устыдиться(τινά NT.)
; pass. держаться со стыдливой почтительностью, т.е. чтить, уважать(τοὺς πρεσβυτέρους Plut.)
τέν ἐκ τῶν Ἀχαιῶν γεγενημένην εὔνοιαν ἐντρεπόμενοι Polyb. — из благодарности к ахеянам за их расположение -
3 αιδεομαι
эп.-поэт. тж. αἴδομαι (fut. αἰδέσομαι - эп. αἰδέσσομαι, aor. ᾐδεσάμην и ᾐδέσθην, pf. ᾔδεσμαι)1) испытывать благоговейный страх (перед кем и чем-л.), чтить, уважать(τινα и τι Hom., Pind., Trag., Xen., Plat., Dem.)
αἴδεσσαι μέλαθρον Hom. — не нарушай законов гостеприимства;τοὺς θεοὺς σέβεσθαι, γονἑας τιμᾶν, πρεσβυτέρους αἰ. Plut. — чтить богов, почитать родителей, уважать старших2) совеститься, стыдиться(ὑπέρ τινος Plut.)
ὀνομάζειν αἰ. Εὐμενίδας Eur. — страшиться назвать Эвменид по имени;αἰδεῖο θεούς, Ἀχιλεῦ Hom. — побойся богов, Ахилл;αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὴ αἰσχυνόμενος Plat. — испытывая угрызения совести и стыд за что-л.3) жалеть, щадитьμέ τί μ΄ αἰδόμενος μειλίσσεο, ἀλλ΄ εὖ μοι κατάλεξον Hom. — не щадя меня, подробно расскажи мне;
αἰδούμενος πολλὰ διέφθορα Eur. — из-за своей сострадательности я много потерял4) ( по отношению к невольному убийце родственника) прощать, миловать(τινα Plat., Dem.)
5) молить о прощении(τινα Dem.)
ᾐδεσμένος Dem. — простивший, примирившийся
См. также в других словарях:
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
Χαρίτων — I Συγγραφέας του 2ου αι. π.Χ., από την Αφροδισιάδα της Κύπρου. Έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα στην ελληνική φιλολογία: Τα κατά Χαιρέαν και Καλλιρόην. Την υπόθεσή του δανείστηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά λείπει από τα έργα εντελώς, η πλοκή … Dictionary of Greek
INUNCTIO — infirmorum memorata Iacobo c. 5. v. 14. Α᾿ςθενεῖ τις εν ὑπῖν; προςκαλεσάςθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ε᾿κκλησίας, καὶ προσευξάςθωσαν ἐπ᾿ αὐτὸν, ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλάιῳ εν τῷ ὀνόματι τȏυ Κυρίου etc. Infirmatur aliquis inter vos accersat Presbyteros… … Hofmann J. Lexicon universale
πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ … Dictionary of Greek
συγκινώ — συγκινῶ, έω, ΝΑ [κινῶ] ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τόν είδα») αρχ. 1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ) 2. ανακινώ,… … Dictionary of Greek
σύνθρονο — Στη χριστιανική τέχνη ονομάζεται σ. η σειρά θρόνων στην κόγχη του Άγιου Βήματος πίσω από την Αγία Τράπεζα των ναών. Οι θρόνοι αυτοί είναι ξύλινοι ή μαρμάρινοι. Από αυτούς, ο μεσαίος που είναι και ο ψηλότερος προοριζόταν για τον επίσκοπο, οι δε… … Dictionary of Greek
υπανάστασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπανίστημι] το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek